επιχαλκεύω — ἐπιχαλκεύω (Α) 1. χτυπώ με τη σφύρα (πυρακτωμένο μέταλλο) επάνω στον άκμονα, στο αμόνι 2. είμαι σκληρός, αμετακίνητος σαν το αμόνι («ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ’ ἄν» θα μπορούσες να μέ χρησιμοποιήσεις σαν να ήμουνα αμόνι, δεν θα κουνηθώ καθόλου,… … Dictionary of Greek
ἐπιχαλκεύει — ἐπιχαλκεύω forge upon pres ind mp 2nd sg ἐπιχαλκεύω forge upon pres ind act 3rd sg ἐπιχαλκεύω forge upon pres ind mp 2nd sg ἐπιχαλκεύω forge upon pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεχαλκευμέναι — ἐπιχαλκεύω forge upon perf part mp fem nom/voc pl ἐπικεχαλκευμένᾱͅ , ἐπιχαλκεύω forge upon perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχαλκεύειν — ἐπιχαλκεύω forge upon pres inf act (attic epic) ἐπιχαλκεύω forge upon pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπιχαλκεύειν — ἐπιχαλκεύειν , ἐπιχαλκεύω forge upon pres inf act (attic epic) ἐπιχαλκεύειν , ἐπιχαλκεύω forge upon pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)